- ἀπωθοῦνται
- ἀπωθέωthrust awaypres ind mp 3rd pl (attic epic doric aeolic)ἀπωθέωthrust awaypres ind mp 3rd pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek
αδρονικό πεδίο — Ελκτικό πεδίο δυνάμεων που δημιουργείται γύρω από ένα αδρόνιο. Το πεδίο αυτό μπορεί να δικαιολογήσει την έλξη ανάμεσα στα πρωτόνια του πυρήνα που κανονικά θα έπρεπε να απωθούνται, ως ομώνυμα φορτισμένα. Η ένταση του α.π. είναι αντιστρόφως ανάλογη … Dictionary of Greek
ηλεκτρικός άνεμος — Φαινόμενο που εκδηλώνεται όταν ένας αγωγός –που καταλήγει σε ακίδα– είναι φορτισμένος με ηλεκτρισμό, ως συνέπεια της πυκνότητας του φορτίου που είναι αντιστρόφως ανάλογη της ακτίνας καμπυλότητας του αγωγού. Στην άκρη του αγωγού η πυκνότητα του… … Dictionary of Greek
ανορθωτής — Συσκευή, χωρίς κινούμενα όργανα, που χρησιμοποιείται για τη μετατροπή του εναλλασσόμενου ρεύματος σε κυματόρευμα μιας κατεύθυνσης και εκμεταλλεύεται γι’ αυτό την ιδιότητα ενός στοιχείου (ανορθωτικό στοιχείο) να επιτρέπει τη διέλευση του ρεύματος… … Dictionary of Greek
δίοδος — Ηλεκτρονική συσκευή που παρουσιάζει υψηλότατη αντίσταση σε ηλεκτρικό ρεύμα που τη διασχίζει κατά μία φορά και αμελητέα αντίσταση σε ρεύμα που τη διασχίζει κατά την αντίθετη φορά. Είναι στοιχείο μονής κατεύθυνσης και η λειτουργία της είναι ανάλογη … Dictionary of Greek
κεστώδεις — Ομοταξία ενδοπαρασιτικών σκουληκιών που ανήκουν στους πλατυέλμινθες· είναι περισσότερο γνωστοί ως ταινίες. Όλα τα μέλη της ομοταξίας έχουν προσαρμοστεί στον παρασιτισμό του πεπτικού σωλήνα των σπονδυλοζώων. Οι κ. δεν έχουν στοματικό άνοιγμα ούτε… … Dictionary of Greek
λιθογραφία — Τεχνική αναπαραγωγής σχεδίων ή κειμένων σε φύλλα χαρτιού. Το σχέδιο εκτελείται με ειδική μελάνη ή λιπαρό μολύβι (λιθογραφικό μολύβι) στην επιφάνεια μίας παχιάς λειασμένης πλάκας από σκληρό και ομοιογενή ασβεστόλιθο. Οι βασικές μέθοδοι λ. είναι… … Dictionary of Greek
μαγνήτης — Έτσι ορίζεται οποιοδήποτε σώμα ικανό να έλκει σιδηρομαγνητικά υλικά. Η ιδιαίτερη συμπεριφορά των φυσικών μαγνητικών υλικών (Fe3O4) ήταν γνωστή από τα αρχαιότατα χρόνια και οι Κινέζοι χρησιμοποιούσαν ήδη από τα προχριστιανικά χρόνια την ιδιότητα… … Dictionary of Greek
νετρόνιο — Ουδέτερο ηλεκτρικά σωματίδιο, με μάζα περίπου 2.000 φορές μεγαλύτερη από τη μάζα του ηλεκτρονίου και 1,0014 φορές από τη μάζα του πρωτονίου τα ν. μαζί με τα πρωτόνια αποτελούν τα βασικά συστατικά του πυρήνα στον οποίο συγκεντρώνεται ποσοστό… … Dictionary of Greek
πολυσπερμία — Εισχώρηση περισσότερων από ένα σπερματοζωαρίων μέσα στο ώριμο ωάριο (αλλιώς υπεργονιμοποίηση). Κανονικά, το ώριμο ωάριο γονιμοποιείται με την είσοδο στο εσωτερικό του ενός μόνο σπερματοζωαρίου. Το γονιμοποιημένο ωό περιβάλλεται αμέσως από μια… … Dictionary of Greek